Το Plain Sight γεννήθηκε από την περιέργεια και την επιθυμία να δημιουργηθεί μία νέα σχέση ανάμεσα στη φωτογραφική εικόνα. Μου κίνησε το ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο το λογισμικό φωτογραμμετρίας, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για τη δημιουργία τρισδιάστατων μοντέλων, φυσικών χώρων μέσω της σύγκρισης και της μέτρησης των λεπτομερειών σε ένα σύνολο παρόμοιων εικόνων, χειρίζεται τις φωτογραφικές πληροφορίες. Ενώ βασίζεται στη θεμελιώδη ικανότητα της φωτογραφικής μηχανής να καταγράψει με ακρίβεια τις λεπτομέρειες τις επιφάνειας, μπορεί ταυτόχρονα να μετατρέψει αυτές τις πληροφορίες σε αφηρημένα δεδομένα. Μέσω αυτής της διαδικασίας, η ενδεικτική γλώσσα της φωτογραφίας διαγράφεται και το υποκείμενο μαστίζεται από ένα κενό, που προκύπτει από την έλλειψη ενός από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του μέσου.
Το έργο απεικονίζει ανθρώπους που κρατούν δικές τους φωτογραφίες που έχουν προσωπικό χαρακτήρα. Εντούτοις, οι μνήμες, οι ιστορίες και τα γεγονότα που περιέχονται σ’ αυτές, απογυμνώνονται από την επιφάνεια και καθορίζονται μόνο στον τίτλο κάθε εικόνας ως απογραφή των περιεχομένων της. Καθώς η φωτογραφία κινείται πιο μακριά από ένα μέσο που καταγράφει την πραγματικότητα, είμαι περίεργος για το πώς αυτή η φυσική και ψυχολογική σχέση με το μέσο μετατοπίζεται. Οι εικόνες αυτές χρησιμεύουν για την αρχή μιας συζήτησης, όπου οι καθιερωμένες παραδόσεις της φωτογραφίας μπορούν να επαναπροσδιοριστούν.