Το συγκεκριμένο πρότζεκτ ξεκίνησε από την ιδέα μας κουβέντας μεταξύ ενός φορέα του ιδρύματος και έναν ασκούμενο.
«Στην αρχή δεν είδαμε την προοπτική του εγχειρήματος. Ξεκίνησε σαν ένα τέχνασμα, κάτι για να βγάλουμε λεφτά. Έπειτα οι άνθρωποι άρχισαν να φέρονται σαν υπνωτισμένοι. Άρχισαν να ξεχνάνε αριθμούς τηλεφώνων, συναντήσεις, γενέθλια, ακόμα και ονόματα. Έχασαν τον προσανατολισμό τους, ξεσυνήθισαν την κοινωνική αλληλεπίδραση και πάει λέγοντας. Βάλαμε κάτι πάνω σ’ αυτά τα στοιχεία για να τους βοηθήσουμε. Αποδείχτηκε όμως πως οι άνθρωποι ηθέλαν κι άλλο απ’ αυτές τις βοηθητικές εφαρμογές. Ήθελαν αυτές οι εφαρμογές να γίνονται υπεύθυνες για τις πράξεις τους. Υπήρχε η αίσθηση μιας φαινομενικά προσχεδιασμένης μέρας, βδομάδας, μήνα, χρόνου ακόμα και ζωής, έτσι δε χρειαζόταν να σκέφτονται ή να φοβούνται για τίποτα πια. Πραγματοποιήσαμε σχεδόν όλους τους στόχους με αυτή τη συσκευή…»
Συνεχίζει περιγράφοντας τη δυστοπική συσκευή και τις αποφάσεις που οδήγησαν στην κατασκευή της.
Ήθελε να οπτικοποιήσει τον Μόλοχ.